Πιρί

Πιρί
Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 130 μ.), στην πρώην επαρχία Ηλείας του ομώνυμου νομού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Πίρι, Ρόμπερτ Έντουιν — (Peary, Κρέσον, Πενσυλβανία 1856 – Ουάσινγκτον 1920). Αμερικανός εξερευνητής. Αφού σπούδασε ναυπηγός, εργάστηκε το 1881 στο σχεδιασμό μιας πλωτής διώρυγας που μελετούσαν να κατασκευάσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες από τις ατλαντικές ακτές μέχρι τις… …   Dictionary of Greek

  • Αρκτικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (13.980.000 τ.χλμ.) που εκτείνεται στην περιοχή του Βόρειου Πόλου και περιβάλλεται κατά μεγάλο μέρος από στεριά· βρέχει τις βόρειες περιοχές της Ασίας, της Ευρώπης και της Αμερικής. Τα όριά του είναι σαφή προς την πλευρά του… …   Dictionary of Greek

  • Κουκ, Φρέντερικ Άλμπερτ — (Frederick Albert Cook, 1865 – 1940). Αμερικανός εξερευνητής και γιατρός. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην ιατρική, πήρε μέρος με την ιδιότητα του γιατρού στην αποστολή του Ρόμπερτ Πίρι στον Βόρειο Πόλο (1891 92). Αργότερα συμμετείχε σε… …   Dictionary of Greek

  • BERYLLUS — I. BERYLLUS Graece Βήρυλλος, octavô locô numeratur inter 12. fundamenta Novae Hierosolymae, quae fingula singulis gemmis constabant, Apocalyps. c. 21. v. 20. Gemma est viriditate similis smaragdo, unde eiusdem naturae cum smaragdo multis visa:… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Αμούνδσεν, Ρόαλντ — (Roald Engelbregt Grauning Amundsen, Μπόργκε, Νορβηγία 1872 – Βόρειος Παγωμένος ωκεανός 1928). Νορβηγός εξερευνητής. Η αγάπη του για τις περιπέτειες και το μεγάλο πάθος του για τη θάλασσα τον βοήθησαν να γίνει βαθύς γνώστης του Βόρειου και του… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία, Νότια — (South Australia). Ομόσπονδη πολιτεία (984.000 τ. χλμ., 1.518.874 κάτ. το 2001) της Αυστραλιανής Κοινοπολιτείας, στο κεντρικό και νότιο τμήμα της ηπείρου. Επειδή βρίσκεται στη γραμμή που ενώνεται το υψίπεδο της Δυτικής Αυστραλίας με τις μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… …   Dictionary of Greek

  • Μεχμέτ — I Όνομα έξι σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βλ. λ. Μωάμεθ ή Μεχμέτ. II Όνομα αξιωματούχων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. Αλή πασάς (Γερμανία 1827 – 1878). Τούρκος στρατηγός, που καταγόταν από γαλλική οικογένεια καλβινιστών. Όταν το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”